ἀδιαρρίπιστος: Difference between revisions

From LSJ

κρείσσων γὰρ ἦσθα μηκέτ' ὢν ἢ ζῶν τυφλός → thou wert better not alive, than living blind | you were better not alive, than living blind

Source
(6_18)
 
(big3_1)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀδιαρρίπιστος''': -ον, ὁ μὴ διαρριπιζόμενος διὰ τοῦ ῥιπιδίου, Ἡσύχ. ἐν λέξει ἄκραγον.
|lstext='''ἀδιαρρίπιστος''': -ον, ὁ μὴ διαρριπιζόμενος διὰ τοῦ ῥιπιδίου, Ἡσύχ. ἐν λέξει ἄκραγον.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[no dispersado]], [[no sacudido]]glos. a [[ἄκροτον]] Hsch.<br /><b class="num">2</b> fig. [[no instruido]], <i>ib</i>.
}}
}}

Revision as of 11:46, 21 August 2017

Greek (Liddell-Scott)

ἀδιαρρίπιστος: -ον, ὁ μὴ διαρριπιζόμενος διὰ τοῦ ῥιπιδίου, Ἡσύχ. ἐν λέξει ἄκραγον.

Spanish (DGE)

-ον
1 no dispersado, no sacudidoglos. a ἄκροτον Hsch.
2 fig. no instruido, ib.