ἀδιαρρίπιστος

From LSJ

Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit

Menander, Monostichoi, 449

Greek (Liddell-Scott)

ἀδιαρρίπιστος: -ον, ὁ μὴ διαρριπιζόμενος διὰ τοῦ ῥιπιδίου, Ἡσύχ. ἐν λέξει ἄκραγον.

Spanish (DGE)

-ον
1 no dispersado, no sacudido glos. a ἄκροτον Hsch.
2 fig. no instruido, ib.