ἀδιαρρίπιστος

From LSJ

οὐ τῷ πλήθει ἀλλὰ τῷ ἀξιώματι → not in numbers but in quality

Source

Greek (Liddell-Scott)

ἀδιαρρίπιστος: -ον, ὁ μὴ διαρριπιζόμενος διὰ τοῦ ῥιπιδίου, Ἡσύχ. ἐν λέξει ἄκραγον.

Spanish (DGE)

-ον
1 no dispersado, no sacudido glos. a ἄκροτον Hsch.
2 fig. no instruido, ib.