βοθρίζω: Difference between revisions

From LSJ

ἑρμηνεία διὰ τῆς ὀνομασίας → expression by means of language

Source
(6_13a)
 
(big3_9)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''βοθρίζω''': μέλλ. –ίσω, = τῷ προηγ., Ὀρειβάσ. σ. 117. 8, ἐκδ. Cocch., Ἐκκλ.
|lstext='''βοθρίζω''': μέλλ. –ίσω, = τῷ προηγ., Ὀρειβάσ. σ. 117. 8, ἐκδ. Cocch., Ἐκκλ.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> medic. [[perforar]], [[trepanar]] en v. pas. βεβοθρισμένου τοῦ κρανίου Heliod. en Orib.46.22.16.<br /><b class="num">2</b> [[enterrar en un hoyo]], en v. med.-pas. [[enterrarse]] ὀρύξας βόθρον ἐβοθρίσθη Rom.Mel.73.κηʹ.8<br /><b class="num">•</b>fig. [[sumergir]], [[sumir]] (ὁ [[διάβολος]]) κενοδοξίᾳ καὶ γαστριμαργίᾳ βοθρίσας (αὐτούς) sumiéndolos (el diablo) en vanidad y glotonería</i> Cyr.Al.M.77.1089A.
}}
}}

Revision as of 11:57, 21 August 2017

Greek (Liddell-Scott)

βοθρίζω: μέλλ. –ίσω, = τῷ προηγ., Ὀρειβάσ. σ. 117. 8, ἐκδ. Cocch., Ἐκκλ.

Spanish (DGE)

1 medic. perforar, trepanar en v. pas. βεβοθρισμένου τοῦ κρανίου Heliod. en Orib.46.22.16.
2 enterrar en un hoyo, en v. med.-pas. enterrarse ὀρύξας βόθρον ἐβοθρίσθη Rom.Mel.73.κηʹ.8
fig. sumergir, sumir (ὁ διάβολος) κενοδοξίᾳ καὶ γαστριμαργίᾳ βοθρίσας (αὐτούς) sumiéndolos (el diablo) en vanidad y glotonería Cyr.Al.M.77.1089A.