βλασφημητέος: Difference between revisions
From LSJ
Λόγος εὐχάριστος χάριτός ἐστ' ἀνταπόδοσις → Es sermo gratus pro relata gratia → Ein gutes Wort ist Dank für eine gute Tat
(6_4) |
(big3_9) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''βλασφημητέος''': -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ., ὃν πρέπει νὰ κακολογήσῃ ἢ κατηγορήσῃ τις, Κλήμ. Ἀλ. 343. | |lstext='''βλασφημητέος''': -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ., ὃν πρέπει νὰ κακολογήσῃ ἢ κατηγορήσῃ τις, Κλήμ. Ἀλ. 343. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-α, -ον<br />[[que debe ser injuriado]] οὔτ' οὖν [[βλασφημητέος]] ὁ εὐποιητικός Clem.Al.<i>Strom</i>.1.10.46. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:58, 21 August 2017
Greek (Liddell-Scott)
βλασφημητέος: -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ., ὃν πρέπει νὰ κακολογήσῃ ἢ κατηγορήσῃ τις, Κλήμ. Ἀλ. 343.
Spanish (DGE)
-α, -ον
que debe ser injuriado οὔτ' οὖν βλασφημητέος ὁ εὐποιητικός Clem.Al.Strom.1.10.46.