εἰσδυτικός: Difference between revisions
From LSJ
Ἔστιν Δίκης ὀφθαλμός, ὃς τὰ πάνθ' ὁρᾷ → Die Dike hat ein Auge, das nichts übersieht → Das Recht besitzt ein Auge, welches alles sieht
(6_10) |
(big3_13) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εἰσδυτικός''': -ή, -όν, [[κατάλληλος]] πρὸς εἴσδυσιν, Στέφ. π. Χρυσοπ. ἐν Idel. phys. etc. ΙΙ, σ. 244· - συγκρ. εἰσδυτικώτερος. | |lstext='''εἰσδυτικός''': -ή, -όν, [[κατάλληλος]] πρὸς εἴσδυσιν, Στέφ. π. Χρυσοπ. ἐν Idel. phys. etc. ΙΙ, σ. 244· - συγκρ. εἰσδυτικώτερος. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ή, -όν<br />[[penetrante]], [[que se introduce]] πνευματωθὲν καὶ [[ἄνω]] φερόμενον ὡς πῦρ ... καὶ εἰσδυτικώτερον καὶ καθεκτικώτερον γίνεται ref. a los procesos de transformación de unos elementos en otros, Ps.Steph.244.30. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:02, 21 August 2017
Greek (Liddell-Scott)
εἰσδυτικός: -ή, -όν, κατάλληλος πρὸς εἴσδυσιν, Στέφ. π. Χρυσοπ. ἐν Idel. phys. etc. ΙΙ, σ. 244· - συγκρ. εἰσδυτικώτερος.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
penetrante, que se introduce πνευματωθὲν καὶ ἄνω φερόμενον ὡς πῦρ ... καὶ εἰσδυτικώτερον καὶ καθεκτικώτερον γίνεται ref. a los procesos de transformación de unos elementos en otros, Ps.Steph.244.30.