εἰσδυτικός
From LSJ
ἐκτὸς τῆς ἡμετέρας ἐπόψεως → beyond our range of vision
Greek (Liddell-Scott)
εἰσδυτικός: -ή, -όν, κατάλληλος πρὸς εἴσδυσιν, Στέφ. π. Χρυσοπ. ἐν Idel. phys. etc. ΙΙ, σ. 244· - συγκρ. εἰσδυτικώτερος.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
penetrante, que se introduce πνευματωθὲν καὶ ἄνω φερόμενον ὡς πῦρ ... καὶ εἰσδυτικώτερον καὶ καθεκτικώτερον γίνεται ref. a los procesos de transformación de unos elementos en otros, Ps.Steph.244.30.