ἀνδρότης: Difference between revisions

From LSJ

τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion

Source
(Bailly1_1)
(big3_4)
Line 4: Line 4:
{{bailly
{{bailly
|btext=ητος (ἡ) :<br /><i>c.</i> [[ἁδροτής]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀνήρ]].
|btext=ητος (ἡ) :<br /><i>c.</i> [[ἁδροτής]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀνήρ]].
}}
{{DGE
|dgtxt=-ῆτος, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[edad viril]] (ψυχή) λιποῦσ' ἀνδροτῆτα καὶ ἥβην <i>Il</i>.16.857 = Pl.<i>R</i>.386d.<br /><b class="num">2</b> [[valor]] ποθέων ἀνδροτῆτά τε καὶ μένος <i>Il</i>.24.6, cf. Phint.36.
}}
}}

Revision as of 12:03, 21 August 2017

Greek (Liddell-Scott)

ἀνδρότης: -ητος, καὶ ἀνδροτής, ῆτος, ἡ, ἀνδροσύνη, ἀνδρεία, λιποῦσ᾽ ἀνδροτῆτα καὶ ἤδην Ἰλ. Χ. 363. - Φίντυς παρὰ Στοβ. 444. 13: - περὶ τοῦ ἐν Ἰλ. ἔνθ᾽ ἀν, ἴδε ἐν λέξει ἀνδροτής.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
c. ἁδροτής.
Étymologie: ἀνήρ.

Spanish (DGE)

-ῆτος, ἡ
1 edad viril (ψυχή) λιποῦσ' ἀνδροτῆτα καὶ ἥβην Il.16.857 = Pl.R.386d.
2 valor ποθέων ἀνδροτῆτά τε καὶ μένος Il.24.6, cf. Phint.36.