ἄμφωτις: Difference between revisions

big3_3
(6_12)
(big3_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄμφωτις''': -ιδος, ἢ ἀμφωτίς, ίδος, ἡ, (οὖς) [[καδίσκος]] [[δίωτος]], δηλ. ἔχων δύο λαβάς, Φιλητ. 35 - ἐν Ἐτυμολ. Μ. 94, 7, κακῶς, ἄμφωξις. ΙΙ. μάλλινον ἢ δερμάτινον [[κάλυμμα]] τῶν ὤτων, Αἰσχύλ. Ἀποσμ. 101· ἐφόρουν δὲ τὸ [[κάλυμμα]] τοῦτο οἱ νεαροὶ πύκται ὡς σκεπαστήριον τῶν ὤτων κατὰ τὴν ὥραν τῆς ἀσκήσεως, Πλουτ. 2. 38 Α, 706D πρβλ. λακωνίζω.
|lstext='''ἄμφωτις''': -ιδος, ἢ ἀμφωτίς, ίδος, ἡ, (οὖς) [[καδίσκος]] [[δίωτος]], δηλ. ἔχων δύο λαβάς, Φιλητ. 35 - ἐν Ἐτυμολ. Μ. 94, 7, κακῶς, ἄμφωξις. ΙΙ. μάλλινον ἢ δερμάτινον [[κάλυμμα]] τῶν ὤτων, Αἰσχύλ. Ἀποσμ. 101· ἐφόρουν δὲ τὸ [[κάλυμμα]] τοῦτο οἱ νεαροὶ πύκται ὡς σκεπαστήριον τῶν ὤτων κατὰ τὴν ὥραν τῆς ἀσκήσεως, Πλουτ. 2. 38 Α, 706D πρβλ. λακωνίζω.
}}
{{DGE
|dgtxt=ἢ [[ἀμφώνυξ]]· [[γαστρίμαργος]], [[ἀκρατής]] Hsch.
}}
}}