ἄμφωτις
Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau
English (LSJ)
ἄμφωτις -ιδος, or ἀμφωτίς, ίδος, ἡ, (οὖς)
A two-handled pail, Philet. ap.Ath.11.783d: written ἄμφωξις in Hsch., EM94.7.
II covering for the ears, A.Fr.102; worn by boxers, Plu.2.38b, 706c, cf. Paus.Gr.Fr.52.
Spanish (DGE)
ἄμφωτις, -ιδος, ἡ
• Alolema(s): tb. ἀμφωτίς
1 vasija de dos asas quizá f.l. por ἄμφωξις Eust.1624.30.
2 plu. orejeras llevadas por los luchadores, A.Fr.149, Pl.Com.230, cf. Poll.10.175, Plu.2.38a, cf. Paus.Gr.α 108, Hsch., EM 1208.
Greek (Liddell-Scott)
ἄμφωτις: -ιδος, ἢ ἀμφωτίς, ίδος, ἡ, (οὖς) καδίσκος δίωτος, δηλ. ἔχων δύο λαβάς, Φιλητ. 35 - ἐν Ἐτυμολ. Μ. 94, 7, κακῶς, ἄμφωξις. ΙΙ. μάλλινον ἢ δερμάτινον κάλυμμα τῶν ὤτων, Αἰσχύλ. Ἀποσμ. 101· ἐφόρουν δὲ τὸ κάλυμμα τοῦτο οἱ νεαροὶ πύκται ὡς σκεπαστήριον τῶν ὤτων κατὰ τὴν ὥραν τῆς ἀσκήσεως, Πλουτ. 2. 38 Α, 706D πρβλ. λακωνίζω.