ἁλμυροφόρος: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστιν ὧδε ἀλλὰ ἠγέρθη → He is not here, but is risen

Source
(6_18)
 
(big3_3)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἁλμυροφόρος''': -ον, ὁ φέρων, δηλ. παράγων ἁλμυρά, Χρυσ. τόμ. 6, σ. 464.
|lstext='''ἁλμυροφόρος''': -ον, ὁ φέρων, δηλ. παράγων ἁλμυρά, Χρυσ. τόμ. 6, σ. 464.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[salobre]] πηγαί Chrys.<i>Hom.in Ps</i>.115.1-3 (p.357.13), θάλασσα Seuerian.<i>Fic</i>.M.59.590.
}}
}}

Latest revision as of 12:11, 21 August 2017

Greek (Liddell-Scott)

ἁλμυροφόρος: -ον, ὁ φέρων, δηλ. παράγων ἁλμυρά, Χρυσ. τόμ. 6, σ. 464.

Spanish (DGE)

-ον
salobre πηγαί Chrys.Hom.in Ps.115.1-3 (p.357.13), θάλασσα Seuerian.Fic.M.59.590.