ἐναντιάζομαι: Difference between revisions

From LSJ

τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas

Source
(6_6)
 
(big3_14)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐναντιάζομαι''': ἐναντιοῦμαι, Ἐφραὶμ ὁ Σύρος τ. 1, σ. 9F.
|lstext='''ἐναντιάζομαι''': ἐναντιοῦμαι, Ἐφραὶμ ὁ Σύρος τ. 1, σ. 9F.
}}
{{DGE
|dgtxt=[[oponerse]], [[enfrentarse]] πρὸς ἕνα ἕκαστον ἐναντιάζεται Ephr.Syr.1.9F.
}}
}}

Latest revision as of 12:28, 21 August 2017

Greek (Liddell-Scott)

ἐναντιάζομαι: ἐναντιοῦμαι, Ἐφραὶμ ὁ Σύρος τ. 1, σ. 9F.

Spanish (DGE)

oponerse, enfrentarse πρὸς ἕνα ἕκαστον ἐναντιάζεται Ephr.Syr.1.9F.