πολύφωτος: Difference between revisions

From LSJ

Ξένους πένητας μὴ παραδράμῃς ἰδών → Praetervidere pauperem externum cave → An armen fremden, siehst du sie, geh nicht vorbei

Menander, Monostichoi, 389
(6_17)
(eksahir)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''πολύφωτος''': -ον, ὁ ἔχων πολὺ φῶς, Ἐκκλ. ― τὸ πολύφωτον, τὸ ἔχον πολλὰ φῶτα, [[εἶδος]] πολυελέου, Συμ. Θεσσαλ. περὶ ναοῦ: τὰ πολύφωτα καὶ δεκάφωτα, ἴδε Δουκάγγ. ἐν λ.
|lstext='''πολύφωτος''': -ον, ὁ ἔχων πολὺ φῶς, Ἐκκλ. ― τὸ πολύφωτον, τὸ ἔχον πολλὰ φῶτα, [[εἶδος]] πολυελέου, Συμ. Θεσσαλ. περὶ ναοῦ: τὰ πολύφωτα καὶ δεκάφωτα, ἴδε Δουκάγγ. ἐν λ.
}}
{{eles
|esgtx=[[que ilumina a muchos]]
}}
}}

Revision as of 10:31, 22 August 2017

German (Pape)

[Seite 676] lichtreich, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πολύφωτος: -ον, ὁ ἔχων πολὺ φῶς, Ἐκκλ. ― τὸ πολύφωτον, τὸ ἔχον πολλὰ φῶτα, εἶδος πολυελέου, Συμ. Θεσσαλ. περὶ ναοῦ: τὰ πολύφωτα καὶ δεκάφωτα, ἴδε Δουκάγγ. ἐν λ.

Spanish

que ilumina a muchos