χρυσοκόρυμβος: Difference between revisions

47c
(6_17)
(47c)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''χρῡσοκόρυμβος''': -ον, ὁ ἔχων [[χρυσοῦς]] κορύμβους, κισσὸς Διοσκ. π. Εὐπορίστ. 1. 72.
|lstext='''χρῡσοκόρυμβος''': -ον, ὁ ἔχων [[χρυσοῦς]] κορύμβους, κισσὸς Διοσκ. π. Εὐπορίστ. 1. 72.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει [[χρυσούς]] κορύμβους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χρυσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κόρυμβος]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[κισσο]]-[[κόρυμβος]])].
}}
}}