ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσία → passionate friendship between males
Full diacritics: χρυσοκόρυμβος | Medium diacritics: χρυσοκόρυμβος | Low diacritics: χρυσοκόρυμβος | Capitals: ΧΡΥΣΟΚΟΡΥΜΒΟΣ |
Transliteration A: chrysokórymbos | Transliteration B: chrysokorymbos | Transliteration C: chrysokorymvos | Beta Code: xrusoko/rumbos |
χρυσοκόρυμβον, with golden clusters, κισσός Dsc.Eup.1.69.
χρῡσοκόρυμβος: -ον, ὁ ἔχων χρυσοῦς κορύμβους, κισσὸς Διοσκ. π. Εὐπορίστ. 1. 72.
-ον, Α
αυτός που έχει χρυσούς κορύμβους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + κόρυμβος (πρβλ. κισσο-κόρυμβος)].