ακροποσθία
From LSJ
ἀφυής πρὸς ταύτην τὴν σκέψιν → wanting wit for that speculation
Greek Monolingual
η (Α ἀκροποσθία)
η ακροβυστία.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀκρο- (Ι) + πόσθη].
ἀφυής πρὸς ταύτην τὴν σκέψιν → wanting wit for that speculation
η (Α ἀκροποσθία)
η ακροβυστία.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀκρο- (Ι) + πόσθη].