ἀντανακόπτω
English (LSJ)
A throw back again, Phryn.PS p.61B.
German (Pape)
[Seite 244] gegenseitig zurückstoßen, B. A. 34.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντανακόπτω: μέλλ. -ψω, ὠθῶ πάλιν ὀπίσω, Α. Β. 34.
Spanish (DGE)
descorrer τὰς βαλάνους Phryn.PS p.61.
Greek Monolingual
ἀντανακόπτω (Α)
ωθώ πάλι προς τα πίσω.