αμενής

From LSJ
Revision as of 23:30, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Θεῷ μάχεσθαι δεινόν ἐστι καὶ τύχῃ → Obsistere est difficile fortunae et deo → Mit Gott zu kämpfen ist gefährlich und dem Glück

Menander, Monostichoi, 247

Greek Monolingual

ἀμενής, -ές (Α)
ο χωρίς μένος, ασθενής, αδύνατος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερ. + -μενής < μένος.
ΠΑΡ. αρχ. ἀμενηνός].