αμενής

From LSJ

σμικρὰ ὀνείρατα λέλειπται → faint and shadowy traces remain, small vestiges remain

Source

Greek Monolingual

ἀμενής, -ές (Α)
ο χωρίς μένος, ασθενής, αδύνατος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερ. + -μενής < μένος.
ΠΑΡ. αρχ. ἀμενηνός].