δαπανηρία

Revision as of 18:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

ἡ,

   A extravagance, Arist.EE 1221a11.

Greek (Liddell-Scott)

δαπανηρία: ἡ, τὸ δαπανηρόν, ἡ ἀσωτία, Ἀριστ. Ἠθ. Ε. 2. 3, 4.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ prodigalidad Arist.EE 1221a11.

Greek Monolingual

δαπανηρία, η (Α) δαπανηρός
σπατάλη, ασωτεία.

Russian (Dvoretsky)

δᾰπᾰνηρία: ἡ расточительность Arst.