δαπανηρία
English (LSJ)
ἡ,
A extravagance, Arist.EE 1221a11.
Greek (Liddell-Scott)
δαπανηρία: ἡ, τὸ δαπανηρόν, ἡ ἀσωτία, Ἀριστ. Ἠθ. Ε. 2. 3, 4.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ prodigalidad Arist.EE 1221a11.
Greek Monolingual
δαπανηρία, η (Α) δαπανηρός
σπατάλη, ασωτεία.
Russian (Dvoretsky)
δᾰπᾰνηρία: ἡ расточительность Arst.