ἀσωτία
Βίον καλὸν ζῇς, ἂν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Uxorem si non duxis, vives commode → Gut ist dein Leben, wenn du keine Frau ernährst
English (LSJ)
ἡ,
A prodigality, wastefulness, excess, Pl.R.560e, Arist.EN1107b10; τὴν ἀσωτίαν ὑγρότητα προσαγορεύουσιν = refer to irresponsible behaviour as hugrotēs Crobyl.4.
2 profligacy, dissoluteness, dissolute life, debauchery, depravity, licentiousness, Ep.Eph. 5.18, al.: pl., ἔν τε ἀσωτίαις καὶ κραιπάλαις διαγωγάς = life of riotous and drunken behaviour Hdn.2.5.1.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
1 desenfreno, intemperancia, libertinaje del exceso de los placeres gener., junto a ἀναρχία y ἀναίδεια Pl.R.560e, τὴν ἀσωτίαν ὑγρότητα ... προσαγορεύουσιν Crobyl.4, τὸ μὲν γὰρ ἱερὸν ἀσωτίας ... ἐπεπληροῦτο LXX 2Ma.6.4, cf. Pr.28.7, Plu.Eum.13, Ant.4, Ep.Eph.5.18, como representación de la vida pagana frente a la cristiana 1Ep.Petr.4.4
•plu. francachelas, juergas ἐν ἀσωτίαις καὶ κραιπάλαις Hdn.2.5.1
•esp. del exceso en la comida glotonería, buena vida Χάρυβδις μὲν ἡ πολυδάπανος ἀσωτία ... εὐλόγως ὠνόμασται Heraclit.All.70.10, τῇ πολλῇ ἀσωτίᾳ καὶ τρυφῇ πολλὴν ἀνανδρίαν ἕπεσθαι Polyaen.4.3.32, μήτε τῇ ἀσιτίᾳ εἰς ἀτονίαν, μήτε πολυσιτίᾳ εἰς ἀσωτίαν Isid.Pel.Ep.M.78.417C, cf. Plu.2.525c, D.C.65.20.3.
2 derroche, dilapidación, vida regalada unido a ἀνελευθερία Arist.EN 1107b10, cf. Fr.56, Hp.Ep.17, Plb.32.11.10, 39.7.7, PFay.12.24 (II a.C.), Charito 4.5.3, Ach.Tat.8.17.5, Plu.2.56c, 198d, PMasp.305.16 (VI d.C.), τὸν περὶ ἀσωτίας νόμον Lyd.Mag.1.42.
3 en lit. jud.-crist. concupiscencia, lujuria ὁρᾶτε ... πῶς δύο εἰσὶν ἐν πᾶσιν ... ἐν τῷ γάμῳ ἡ ἀσωτία T.Aser.5.1, cf. Tat.Orat.17, 23, Amph.Seleuc.98, Pall.H.Laus.3.3.
German (Pape)
[Seite 382] ἡ, das Leben des ἄσωτος, Verschwendung, Plat. Rep. VIII, 560 e; Arist. Eth. Nic. 4, 1 stellt sie der ἀνελευθεριότης gegenüber, τῷ διδόναι καὶ μὴ λαμβάνειν ὑπερβάλλει; vgl. die Beispiele von ἀσωτία bei Ath. IV, 165 e ff; bes. unmäßiger Aufwand für sinnliche Vergnügungen.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
vie de prodigue, débauche.
Étymologie: ἄσωτος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσωτία: ἡ, ὁ βίος τοῦ ἀσώτου, ἡ σπατάλη, Πλάτ. Πολ. 560Ε, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 1, 3· τὴν ἀσ. ὑγρότητα γὰρ νῦν προσαγορεύουσί τινες Κρώβυλ. ἐν «Ἀπολιπούσῃ» 1· «ἀσωτία ἐκ τοῦ ἄσωτος, οὐχὶ ἀσωτεία ἐκ τοῦ ἀσωτεύομαι, οὗ παρὰ πρώτῳ τῷ Ἀριστοτέλει εὑρίσκεται παράδειγμα» Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 400.
English (Strong)
from a compound of Α (as a negative particle) and a presumed derivative of σώζω; properly, unsavedness, i.e. (by implication) profligacy: excess, riot.
English (Thayer)
ἀσωτίας, ἡ (the character of an ἄσωτος, i. e. of an abandoned Prayer of Manasseh, one that cannot be saved, from σαόω, σόω equivalent to σῴζω (ἄσωτος, Curtius, § 570); hence, properly, incorrigibleness), an abandoned, dissolute, life; profligacy, prodigality (R. V. riot]: Plato, rep. 8, p. 560e.; Aristotle, eth. Nic. 4,1, 5 (3), p. 1120{a}, 3; Polybius 32,20, 9; 40,12, 7; cf. Cicero, Tusc. 3,8; Herodian, 2,5, 2 (1, Bekker edition), and elsewhere). Cf. Tittmann i., p. 152 f; (Trench, § xvi.).
Greek Monolingual
η (AM ἀσωτία) άσωτος (Ι), αλόγιστη, σπάταλη, έκλυτη ζωή.
Greek Monotonic
ἀσωτία: ἡ, σπατάλη, ασωτία, σε Πλάτ.
Middle Liddell
ἄσωτος, prodigality, wastefulness, Plat.
English (Woodhouse)
Chinese
原文音譯:¢swt⋯a 阿-所提阿
詞類次數:名詞(3)
原文字根:不-拯救 相當於: (סָרַר)
字義溯源:無救,放縱,荒廢,過度,放蕩;由(α / ἄλφα)= (ἄνευ)*=無)與(ἐκσῴζω / σῴζω)=救)組成;而 (ἐκσῴζω / σῴζω)出自(σωρεύω)X*=穩妥,安全)
出現次數:總共(3);弗(1);多(1);彼前(1)
譯字彙編:
1) 放蕩(3) 弗5:18; 多1:6; 彼前4:4
Translations
prodigality
Arabic: إِسْرَاف, تَبْذِير, سَرَف; Armenian: շվայտություն; Bulgarian: разточителство, прахосничество; Czech: marnotratnost, rozhazovačnost, hýřivost; Dutch: kwistigheid, verspilzucht; French: prodigalité; Greek: σπατάλη, ασωτία; Ancient Greek: ἀσωτεία, ἀσωτία, ἀφειδία, δαπάνη, δαπανηρία, δαψίλεια, πρόεσις, φιλοτιμία, φιλοτιμίη; Irish: caifeachas; Persian: اسراف; Romanian: prodigalitate; Russian: транжирство, мотовство; Scottish Gaelic: ana-caitheamh; Tagalog: sakmata