διηγηματογράφος

Revision as of 09:01, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο
αυτός που γράφει διηγήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση ξεν. όρου (πρβλ. γαλλ. novelliste) Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Λεξικό Ελληνικής γλώσσης του Αντ. Ν. Γιάνναρη].