ψιμυθιώνω

From LSJ
Revision as of 14:30, 27 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἐκ τῶν πόνων τοι τἀγάθ' αὔξεται βροτοῖς → Crescunt labore cuncta bona mortalibus → Das Gute wächst den Sterblichen aus ihrem Müh'n

Menander, Monostichoi, 149

Greek Monolingual

ψιμυθιῶ, -όω, ΝΑ, και ψιμμυθιῶ και ψυμυθιῶ και ψημυθιῶ, -όω, Α ψίμυθος / -ύθιον]
νεοελλ.
αλείφω το πρόσωπο με καλλυντικά, φτειασιδώνω
αρχ.
λευκαίνω το πρόσωπο με ψιμύθιο («ἐψιμυθιῶσθαι
προστετρίφθαι τρίμματι λευκὸν τὸν χρῶτα ποιοῦν τι», Μέγα Ετυμολογικόν).