ψίμυθος

From LSJ

ὀλιγαρχία δὲ τῶν μὲν κινδύνων τοῖς πολλοῖς μεταδίδωσι͵ τῶν δ΄ ὠφελίμων οὐ πλεονεκτεῖ μόνον, ἀλλὰ κτλ. → But an oligarchy gives the many a share of the danger, and not content with the largest part takes and keeps the whole of the profit (Thucyd. 6.39)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψῐ́μυθος Medium diacritics: ψίμυθος Low diacritics: ψίμυθος Capitals: ΨΙΜΥΘΟΣ
Transliteration A: psímythos Transliteration B: psimythos Transliteration C: psimythos Beta Code: yi/muqos

English (LSJ)

ὁ, radic. form of ψιμύθιον, IG11(2).145.9 (Delos, 301 B.C.): scanned ψῐμῠ- in AP11.374 (Maced.), 408 (Lucian.).

German (Pape)

[Seite 1400] ὁ, Bleiweiß, dessen die Alten sich bes. als Schminke bedienten; die Form ψίμιθος ist unattisch, ψύμυθος od. ψύμιθος ganz spät, u. ψίμμιθος oder ψίμμυθος von sp. D. zur Verlängerung der ersten Sylbe gebraucht, [⌣⌣⌣ bei Lucian. ep. 6 u, Macedon. 16 (XI, 374); in der Form ψιμύθιον dagegen ist υ lang.]

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
blanc de céruse.
Étymologie: DELG emprunt.

Russian (Dvoretsky)

ψίμῡθος: (ῐ) ὁ Anth. = ψιμύθιον.

Greek (Liddell-Scott)

ψίμῠθος: [ῐ], ὁ, ὁ ῥιζικὸς τύπος τοῦ ψιμύθιον, ἀλλ’ εὕρηται μόνον ἐν Ἀνθ. Παλατ. 11. 374, 408, καὶ Γρηγ. Ναζ. τ. 2, σ. 149Α. (Κατὰ τὸν Rossi ἡ λέξις εἶναι Αἰγυπτιακή, psimtath).

Greek Monolingual

και ψίμμυθος και ψίμ(μ)ιθος και ψύμιθος και ψύμυθος και ψήμυθος, ὁ, Α
το ψιμύθιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η ποικιλία τών γραφών με τις οποίες παραδίδεται η λ. οδηγεί στο να υποτεθεί ότι πρόκειται για δάνειο τ., κατά μία άποψη αιγυπτιακής προέλευσης].

Greek Monotonic

ψίμῠθος: [ῐ], ὁ, ριζικός τύπος του ψιμύθιον, σε Ανθ. (πιθ. ξένη λέξη).

Middle Liddell

ψῐ́μῠθος, ὁ, [radic. form of ψιμύθιον, Anth.] [Prob. a foreign word.]

Mantoulidis Etymological

Εἶναι ριζικός τύπος τοῦ ψιμύθιον ἤ ψιμμύθιον (=τό λευκό τοῦ μολύβδου πού τό χρησιμοποιοῦσαν γιά τό πρόσωπο, φκιασίδι). Ἴσως ἡ λέξη εἶναι Αἰγυπτιακή. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ψιμυθίζω (=φκιασιδώνω), ψιμυθιόω -ῶ (=φκιασιδώνω), ψιμυθισμός, ψιμυθιστής.