Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter
ἀγήλατος, -ον (Α)
αυτός που διώχνει το ἄγος, το βδέλυγμα, την κατάρα, ο εξαγνιστικός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄγος + ἐλαύνω.
ΠΑΡ. αρχ. ἀγηλατῶ].