αγροβότης

From LSJ
Revision as of 22:30, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Πολλοὺς ὁ πόλεμος δι' ὀλίγους ἀπώλεσεν → Bellum paucorum gratia aufert plurimos → Der Krieg vernichtet viele wegen weniger

Menander, Monostichoi, 443

Greek Monolingual

ο και δωρ. ἀγροβότας (Α)
αυτός που τρέφεται ή κατοικεί στους αγρούς.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀγρός + βότης < βόσκω.