αγουρόγεννος

From LSJ
Revision as of 22:25, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μήποτε γάμει γυναῖκα κοὐκ ἀνοίξεις τάφον → Eris immortalis, si non ducis mulierem → Nimm nie dir eine Frau, erspare dir dein Grab

Menander, Monostichoi, 362

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που γεννά πρόωρα, ο πρώιμος (το επίθ. κυρίως για την κότα που γεννά αβγά με κέλυφος όχι συμπαγές αλλά μαλακό).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αγουρο- + γεννώ.
ΠΑΡ. αγουρογεννώ].