Μήποτε γάμει γυναῖκα κοὐκ ἀνοίξεις τάφον → Eris immortalis, si non ducis mulierem → Nimm nie dir eine Frau, erspare dir dein Grab
-η, -ο
αυτός που γεννά πρόωρα, ο πρώιμος (το επίθ. κυρίως για την κότα που γεννά αβγά με κέλυφος όχι συμπαγές αλλά μαλακό).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αγουρο- + γεννώ.
ΠΑΡ. αγουρογεννώ].