τὸ τερπνὸν παρεμπορεύομαι → yield delight besides instruction, mix business with pleasure
ἐνθακῶ, -έω (Α), ἐνθακεύω (Μ) θακώκάθομαι μέσα ή πάνω σε κάτι (α. «ὅταν θρόνοις Αἴγισθον ἐνθακοῦν τ' ἴδω», Σοφ.) β. «ἐνθακεύων τῷ θρόνῳ», Πρόδρ.).