Dor. for εὔμηλος.
εὔμᾱλος: Δωρ. ἀντὶ εὔμηλος.
dor. c. εὔμηλος.
εὔμαλος, -ον (Α)δωρ. τ. του εύμηλος.
εὔμᾱλος: Δωρ. αντί εὔμηλος.