εὔμαλος
From LSJ
English (LSJ)
Dor. for εὔμηλος.
French (Bailly abrégé)
dor. c. εὔμηλος.
Russian (Dvoretsky)
εὔμᾱλος: дор. Pind., Theocr. = εὔμηλος.
Greek (Liddell-Scott)
εὔμᾱλος: Δωρ. ἀντὶ εὔμηλος.
Greek Monolingual
εὔμαλος, -ον (Α)
δωρ. τ. του εύμηλος.
Greek Monotonic
εὔμᾱλος: Δωρ. αντί εὔμηλος.
Middle Liddell
[doric for εὔμηλος.]