αιμόσταση

From LSJ
Revision as of 22:45, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὁ Σιμωνίδης τὴν μὲν ζωγραφίαν ποίησιν σιωπῶσαν προσαγορεύει, τὴν δὲ ποίησιν ζωγραφίαν λαλοῦσαν → Simonides relates that a picture is a silent poem, and a poem a speaking picture | Simonides, however, calls painting inarticulate poetry and poetry articulate painting

Source

Greek Monolingual

και αιμοστασία η (Α αἱμόστασις)
νεοελλ.
αυτόματη ή προκλητή επίσχεση αιμορραγίας
αρχ.
1. μέσο χρησιμοποιούμενο για την επίσχεση της αιμορραγίας
2. ορισμένο φυτό που χρησιμοποιούνταν ως στυπτικό για την επούλωση πληγής.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἷμα + -στασις < ἵστημι
ο νεώτερος όρος αιμοστασία είναι απόδοση στα Ελληνικά του γαλλ. stagnation de sang].