ψυχῶν σοφῶν φροντιστήριον → thought-shop of wise souls
-η, -ο ζευγνύω1. ο κατάλληλος να ζευχθεί, αυτός στον τράχηλο του οποίου μπορεί να τοποθετηθεί ζυγός2. το ουδ. ως ουσ. το ζεύξιμοτο ζέψιμο, η ζεύξη.