ἔτλην δ' οἷ' οὔ πώ τις ἐπιχθόνιος βροτὸς ἄλλος → I have endured as much as no other mortal
-η, -ο ζευγνύω1. ο κατάλληλος να ζευχθεί, αυτός στον τράχηλο του οποίου μπορεί να τοποθετηθεί ζυγός2. το ουδ. ως ουσ. το ζεύξιμοτο ζέψιμο, η ζεύξη.