ἡμίχρηστος

Revision as of 21:43, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

English (LSJ)

ον,

   A half-good, Arist.Pol.1315b9.

German (Pape)

[Seite 1171] halb brauchbar, halb gut, Arist. Pol. 5, 11.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμίχρηστος: -ον, κατὰ τὸ ἥμισυ χρηστός, Ἀριστ. Πολ. 5. 11. 34.

Greek Monolingual

ἡμίχρηστος, -ον (Α)
αυτός που είναι κατά το ήμισυ, εν μέρει χρηστός, εν μέρει αγαθός.

Russian (Dvoretsky)

ἡμίχρηστος: наполовину, т. е. недостаточно хороший (ἦθος Arst.).