ἡμίχρηστος

From LSJ

Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch

Menander, Monostichoi, 422
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμίχρηστος Medium diacritics: ἡμίχρηστος Low diacritics: ημίχρηστος Capitals: ΗΜΙΧΡΗΣΤΟΣ
Transliteration A: hēmíchrēstos Transliteration B: hēmichrēstos Transliteration C: imichristos Beta Code: h(mi/xrhstos

English (LSJ)

ἡμίχρηστον, half-good, Arist.Pol.1315b9.

German (Pape)

[Seite 1171] halb brauchbar, halb gut, Arist. Pol. 5, 11.

Russian (Dvoretsky)

ἡμίχρηστος: наполовину, т. е. недостаточно хороший (ἦθος Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ἡμίχρηστος: -ον, κατὰ τὸ ἥμισυ χρηστός, Ἀριστ. Πολ. 5. 11. 34.

Greek Monolingual

ἡμίχρηστος, -ον (Α)
αυτός που είναι κατά το ήμισυ, εν μέρει χρηστός, εν μέρει αγαθός.