Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ημικρανία

From LSJ
Revision as of 09:25, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97

Greek Monolingual

η (AM ἡμικρανία)
σφοδρός πονοκέφαλος που προσβάλλει το ένα πλάγιο του κεφαλιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -κρανία (< κρανίον), πρβλ. ετερο-κρανία, κατα-κρανία.