θυλακίτιδα

Revision as of 09:55, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ή ιατρ.
1. φλεγμονή του τριχοσμηγματικού θυλάκου
2. κάθε φλεγμονή θυλακίου ή θυλάκου, ιδίως ορογόνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου (πρβλ. αγγλ. folliculitis < λατ. folliculus «θυλάκιο» + -itis)].