ἰγνύς
From LSJ
ἤ με φίλει καθαρὸν θέμενος νόον, ἤ μ' ἀποειπών ἐχθαιρ' ἀμφαδίην νεῖκος ἀειράμενος → either love me with a pure heart, or reject and hate me, and openly pick a fight
German (Pape)
[Seite 1235] ύος, ἡ, = ἰγνύα, H. h. Merc. 152; accus. auch ἰγνύα, für ἰγνύν, Theocr. 26, 17; vgl. Arist. H. A. 3, 5.
Greek Monolingual
η (Α ἰγνύς, -ύος)
η ιγνύα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υστερογενής τ. κατά το οσφύς και άλλες ονομασίες μελών σώματος].
Greek Monotonic
ἰγνύς: -ύος, ἡ, = το προηγ., από δοτ. πληθ. ἰγνύσι, σε Ομηρ. Ύμν.· αιτ. ἰγνύν, σε Θεόκρ. (άγν. προέλ.).