καμακάς
From LSJ
Ὑπὸ τῆς ἀνάγκης πολλὰ γίγνεται κακά → Ad multa cogit nos necessitas mala → Der Zwang der Not lässt vieles schlimme Leid geschehn
Greek Monolingual
ο
καμακιστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καμάκι + κατάλ. -άς (πρβλ. τζαμ-άς, ψωμ-άς)].
Ὑπὸ τῆς ἀνάγκης πολλὰ γίγνεται κακά → Ad multa cogit nos necessitas mala → Der Zwang der Not lässt vieles schlimme Leid geschehn
ο
καμακιστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καμάκι + κατάλ. -άς (πρβλ. τζαμ-άς, ψωμ-άς)].