τραχηλιάω
English (LSJ)
A arch the neck proudly. like a horse: metaph., exali oneself, LXX Jb.15.25, Method. ap. EM174.25.
Greek (Liddell-Scott)
τρᾰχηλιάω: ἐπαίρω, ὑψῶ τὸν τράχηλον ὑπερηφάνως, ὑψαυχενῶ, ὡς ἵππος· μεταφ., ἐπαίρομαι, ὑπερηφανεύομαι, Ἑβδ. (Ἰώβ ΙΕ΄, 25), Γρηγόρ. Ναζ. ΙΙΙ, 437, Ἰσίδ. 392, Εὐσ. Ἀλεξ. 428, κλπ.