ὑπερηφανεύομαι
Ὀργὴ φιλούντων ὀλίγον ἰσχύει χρόνον → Amantis ira ferre aetatem non potest → Der Zorn von Liebenden hat Macht nur kurze Zeit
German (Pape)
[Seite 1196] ὑπερηφανεύομαι seltener act., wie EM., = ὑπερηφανέω.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερηφανεύομαι: ὡς καὶ νῦν φέρομαι ὑπερηφάνως, Ἑβδομ. (Νεεμ. Θ΄, 16, Τωβὶτ Δ΄, 13, Ἰὼβ ΚΒ΄, 29, Ψαλμ. Θ΄, 23, Σειρὰχ Ι΄, 9), ἴδε ὑπερηφανέω. - Ἀλλ’ ὁ Κόντος ἐν Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 397 θεωρεῖ τὸν τύπον τοῦτον ἀδόκιμον.
Greek Monolingual
ὑπερηφανεύομαι ΝΜΑ, και ενεργ. τ. ύπερηφανεύω Α ὑπερήφανος
φέρομαι με υπεροψία, κομπάζω
νεοελλ.
(με θετ. σημ.) είμαι περήφανος, περηφανεύομαι, το 'χω για καμάρι («υπερηφανεύεται για το επίτευγμά του»).
Translations
brag
Arabic: تَبَاهَى; Azerbaijani: öyünmək, güvənmək, lovğalanmaq, maxtanmaq; Bulgarian: хваля се, перча се; Catalan: gallejar, fer el gallet, vantar-se, presumir; Chinese Mandarin: 吹牛, 吹噓, 吹嘘, 自誇, 自夸; Czech: chvástat se; Danish: prale, blære sig; Dutch: opscheppen; Finnish: kerskailla, kerskua, rehennellä, leuhkia; French: fanfaronner, se vanter; German: angeben, prahlen; Ancient Greek: ἀλαζονεύομαι, ἀπειλέω, ἀπειλῶ, ἀποϝηλέω, αὐχέω, αὐχῶ, βρυάζω, γαυριάω, διακομπάζω, ἐγκαλλωπίζομαι, ἐγκαυχάομαι, ἐγκομπάζω, ἐκκαυχάομαι, ἐκκαυχῶμαι, ἐκκομπάζω, ἐμπερπερεύομαι, ἐναβρύνομαι, ἐναλαζονεύομαι, ἐναυχέω, ἐναυχῶ, ἐξαυχέω, ἐξαυχῶ, ἐξεπεύχομαι, ἐπαλαζονεύομαι, ἐπεύχομαι, ἐπικομπάζω, ἐπικομπέω, ἐπικομπῶ, εὐχετάομαι, εὐχετῶμαι, εὔχομαι, καλλωπίζομαι, κατακαυχάομαι, κατακαυχῶμαι, κατακομπολακυθέω, κατακομπολακυθῶ, καταλαζονεύομαι, καταπερπερεύομαι, κατεύχομαι, καυχάομαι, καυχητιάω, καυχητιῶ, καυχῶμαι, κομπάζομαι, κομπάζω, κομπέω, κομπῶ, κρημνοκοπέω, κρημνοκοπῶ, κυδάνω, λαβρηγορέω, λαβρηγορῶ, μεγαλαυχέω, μεγαλαυχῶ, μεγαληγορέω, μεγαληγορῶ, μεγαλύνω, περπερεύομαι, ῥαχίζω, σαλακίζομαι, σαλακωνεύομαι, σαλακωνίζω, σεμνοκομπέω, σεμνοκομπῶ, στομφόω, στομφῶ, ὑπερηφανεύομαι; Hungarian: dicsekszik, henceg, nagyzol, kérkedik, hetvenkedik, felvág, hivalkodik; Irish: braigeáil; Italian: vantarsi; Japanese: 自慢する, 力む; Korean: 자랑하다, 나대다; Latin: glorior; Malayalam: പൊങ്ങച്ചം പറയുക, വീമ്പ് പറയുക; Maori: whakatāwāhi, whakameremere; Norwegian Bokmål: skryte; Old English: ġielpan; Persian: لافیدن; Polish: przechwalać się, chełpić się; Portuguese: gabar-se, vangloriar-se; Romanian: lăuda; Russian: хвастаться, хвалиться; Serbo-Croatian Cyrillic: хвалити се, хвалисати се, хвастати се; Roman: hvaliti se, hvalisati se, hvastati se; Sicilian: spacchiàrisi, fari u sbregs, fari u sbrècchisi; Slovak: vychvaľovať sa, chvastať sa; Spanish: fanfarronear, presumir, jactarse, echarse flores; Swedish: skryta; Telugu: గప్పాలు; Turkish: böbürlenmek, iftihar etmek, övünmek; Westrobothnian: brega
boast
Albanian: lëvdohem; Arabic: تَبَاهَى; Armenian: պարծենալ, գլուխ գովալ; Azerbaijani: öyünmək, lovğalanmaq, maxtanmaq; Belarusian: хвалі́цца, пахваляцца, выхваляцца, хістацца; Bulgarian: хваля се, похвалвам се, похваля се; Burmese: ဝါ, ကြွား, ဝင့်, အကြွား; Catalan: vanar-se, vantar-se, presumir; Cebuano: hambug; Chinese Mandarin: 吹牛, 吹噓, 吹嘘, 自誇, 自夸, 自詡; Czech: chlubit se, vychloubat se, chválit se; Danish: prale; Dutch: opscheppen; Estonian: praalima, hooplema, kiitlema; Ewe: ƒo aɖegbe; Esperanto: fieri, fanfaroni; Finnish: kerskailla, kerskua, rehennellä, leuhkia, lesottaa; French: se vanter; Galician: chufar, gabar; German: angeben, prahlen; Greek: κομπάζω, υπερηφανεύομαι; Ancient Greek: ἀπειλέω, ἀπειλῶ, ἀποϝηλέω, αὐχέω, αὐχῶ, ἐγκαλλωπίζομαι, ἐμπερπερεύομαι, ἐναβρύνομαι, ἐναυχέω, ἐναυχῶ, ἐξεύχομαι, ἐπαινέω, ἐπαίνημι, ἐπαινίω, ἐπαινῶ, ἐπεύχομαι, ἐπικομπάζω, εὐχετάομαι, εὔχομαι, θρασύνω, καλλωπίζομαι, καταλαζονεύομαι, καταπερπερεύομαι, κατεύχομαι, καυχάομαι, καυχῶμαι, κομπάζω, κομπέω, κομπῶ, κρημνοκοπέω, κρημνοκοπῶ, κυδάνω, λαβρηγορέω, λαβρηγορῶ, μεγαλαυχέω, μεγαληγορέω, μεγαληγορῶ, μεγαλορρημονέω, μεγαλορρημονῶ, μεγαλύνω, περπερεύομαι, ῥαχίζω, σαλακίζομαι, σαλακωνεύομαι, σαλακωνίζω, σεμνοκομπέω, σεμνοκομπῶ, στομφόω, στομφῶ; Hebrew: התרברב, הִתְפָּאֵר; Hindi: डींग मारना; Hungarian: dicsekszik, henceg, nagyzol, kérkedik, hetvenkedik, felvág, hivalkodik; Irish Old Irish: ar·báigi; Italian: vantarsi; Japanese: 自慢する, 力む; Khmer: បញ្ចើ, អួត, បង្អួត, បំផ្លើស; Korean: 자랑하다, 자만하다, 뽐내다; Lao: ເວົ້າອາດ, ຄຸຍໂມ້, ຄຸຍໂຕ; Latin: glorior; Latvian: lielīties, dižoties, plātīties; Lithuanian: didžiuotis; Macedonian: се фали; Malayalam: വീമ്പടിക്കുക; Maori: whakamānunu, whakatāwāhi, tamarahi, whakanuka; Norwegian Bokmål: skryte; Occitan: se bragar, se vantar, se conflejar; Old English: ġielpan; Polish: przechwalać się, szczycić się, chlubić się, chwalić się; Portuguese: ostentar, exibir-se, gabar; Romanian: a se lăuda; Russian: хвастаться, хвастать, бахвалиться, хвалиться; Serbo-Croatian Cyrillic: хвалити се; Roman: hvaliti se; Slovak: chvastať sa, vychvaľovať sa, pýšiť sa, vystatovať sa, vyťahovať sa, chváliť sa; Slovene: hvaliti se, bahati se; Spanish: presumir, alardear, fanfarronear, vanagloriarse de, ostentar, jactarse de, ufanarse, fardar; Swedish: skryta, skrävla; Telugu: గప్పాలు; Thai: โม้, คุยโว, โอ้อวด; Turkish: böbürlenmek, iftihar etmek, övünmek; Ukrainian: хизуватися, хвалитися, хвастатися; Vietnamese: khoe khoang, khoác lác, nói khoác; Welsh: brolio; Westrobothnian: brega