κατακληίς
From LSJ
ἑρμηνεία διὰ τῆς ὀνομασίας → expression by means of language
Greek Monolingual
κατακληΐς, -ῖδος, ἡ (Α)
(ιων. και επικ. τ.) βλ. κατακλείδα.
ἑρμηνεία διὰ τῆς ὀνομασίας → expression by means of language
κατακληΐς, -ῖδος, ἡ (Α)
(ιων. και επικ. τ.) βλ. κατακλείδα.