στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
κατακληΐς, -ῖδος, ἡ (Α)(ιων. και επικ. τ.) βλ. κατακλείδα.