κατακληίς

From LSJ

στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμαblood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound

Source

Greek Monolingual

κατακληΐς, -ῖδος, ἡ (Α)
(ιων. και επικ. τ.) βλ. κατακλείδα.