Λυποῦντα λύπει, καὶ φιλοῦνθ' ὑπερφίλει → Illata mala repende; amantem magis ama → Den kränke, der dich kränkt, und liebe den, der liebt
ἀνδραχθής, -ές (Α)
(για πράγματα)
1. αυτός που το βάρος του είναι περίπου ίσο με το βάρος ενός άνδρα
2. βαρύς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανήρ, ανδρός + -αχθής < άχθομαι «βαρύνομαι, είμαι φορτωμένος» (πρβλ. δυσαχθής, βαρυαχθής, κ.ά.)].