τριηριτικός

Revision as of 10:57, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_11)

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or like a trireme, ὑποζώματα IG22.1629.70,100,134: for τριηρετικὰ σκεύη App.Praef.10, Pun.96, and -ρετικοὶ φάσηλοι Id.BC 5.95, τριηριτ- shd. be read.

Greek (Liddell-Scott)

τριηριτικός: -ή, -όν, κρατὴρ τριηριτικὸς Ἐπιγρ. Ἀθηνῶν, Ἐφ. Ἀρχ. β΄ περ. 438. ― Ἐν τῷ Θησ. Στεφ. ἀνεγράφη μὲν τὸ ἐπίθ. ἐκ τοῦ Ἀππιανοῦ 5, 95, ἀλλ’ ἡ ὀρθότης τῆς γραφῆς ἠπιστήθη, καὶ προυτάθησαν διορθώσεις τριηρετικὸς καὶ τριηρικός, αἵτινες καὶ φέρονται ἔν τισι τῶν ἐκδόσεων, Συναγ. Λέξ. Ἀθησ. Κουμανούδη.
τριηρῑτικός, ή, όν, ὁ ἀνήκων εἰς τριήρη, ἢ ὅμοιος πρὸς τριήρη, τρ. σκεύη Ἀππ. Ρωμαϊκ. Ἱστ. Προοίμ. 10, τοῦ αὐτοῦ Καρχηδ. 96· φάσηλοι τοῦ αὐτοῦ Ἐμφυλ. 5. 95· ― Ὁ τύπος οὗτος ἀποκατεστάθη ἀντὶ τοῦ κοινοῦ τριηρετικὸς ἐξ Ἐπιγραφῶν, ἴδε Böckh Urkunden σελ. 416, κτλ.· οὕτω τετρηριτικά, τά, αὐτόθι 542.