ὀρθότης
κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown
English (LSJ)
ὀρθότητος, ἡ,
A upright posture, erectness, X.Mem.1.4.11; of man, Arist.PA658a22, al.
2 straightness, opp. κάμψις, ib.654b5.
3 fixity, ὀμμάτων Hp.Coac.223.
II metaph., rightness, correctness, τῶν ἐπῶν Ar.Ra.1181; λογισμῶν Pl.Ti.47c; μουσικῆς Id.Lg.655d; λόγων Gorg.Fr.6 D.; ἡ τῶν ὀνομάτων ὀ. Pl.Cra.422b sq., etc.
III use of the nominative case in narrative, Hermog.Id.1.3, al.
German (Pape)
[Seite 376] ὀρθότητος, ἡ, die Gradheit, der aufrechte Stand, des Menschen, Xen. Mem. 1, 4, 11. Gew. übertr. die Richtigkeit, Wahrheit, Plat. oft, Gegensatz ἁμαρτία περὶ νόμων, Legg. I, 627 d; καὶ εὐτυχία, Euthyd. 282 a; Arist. eth. 6, 9; Plut. Mar. 14.
French (Bailly abrégé)
ότητος (ἡ) :
I. stature ou allure droite;
II. fig. 1 régularité, justesse, exactitude;
2 au mor. droiture, vertu.
Étymologie: ὀρθός.
Russian (Dvoretsky)
ὀρθότης: ὀρθότητος ἡ
1 вертикальное положение (sc. τοῦ ἀνθρώπου Xen., Arst.);
2 прямизна (τῶν ὀστῶν Arst.);
3 правильность, истинность, справедливость (λογισμῶν Plat.; τῶν ἐπῶν Arph.);
4 прямота, честность (ἀρετὴ καὶ ὀ. Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ὀρθότης: ὀρθότητος, ἡ, ὀρθία στάσις, Ξεν. Ἀπομν. 1. 4, 11· ἐπὶ ἀνδρός, Ἀριστ. π Ζ. Μορ. 2. 14, 3, κ. ἀλλ. 2) εὐθύτης, ἀντίθετον τῷ κάμψις, αὐτόθι 2. 9, 2. ΙΙ. μεταφ., ὀρθότης, τῶν ἐπῶν Ἀριστοφ. Βάτρ. 1181· λογισμῶν Πλάτ. Τιμ. 47C· μουσικῆς ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 655C· ἡ τῶν ὀνομάτων ὀρθ., ἡ ὀρθὴ αὐτῶν ἔννοια, ὁ αὐτ. ἐν Κρατ. 422Β κἑξ., κτλ.
Greek Monotonic
ὀρθότης: ὀρθότητος, ἡ (ὀρθός),
I. όρθια θέση, όρθια στάση, σε Ξεν.
II. μεταφ., ορθότητα, ορθή έννοια, ερμηνεία, σε Αριστοφ., Πλάτ.
Middle Liddell
ὀρθότης, ητος, ἡ, ὀρθός
I. upright posture, erectness, Xen.
II. metaph. rightness, correctness, Ar., Plat.