πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me
η (Α κεραμῖτις, -ιδος) κέραμοςφρ. «κεραμίτις γη» ή «κεραμίτις» — χώμα κατάλληλο για την κεραμευτική, κεραμιδόχωμααρχ.πολύτιμος λίθος με χρώμα κεράμου.