Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt
η
φωλιά αγριμιού και ιδίως του λαγού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κοιμηθ- του κοιμάμαι (πρβλ. αόρ. κοιμήθ-ηκα), + κατάλ. -ιά (πρβλ. βαρυγγωμ-ιά, λιποθυμ-ιά)].