κοπροφόρος

Revision as of 20:20, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

ον,

   A carrying dung, Poll.7.134; ὄνος Id.1.226; κόφινος κ. dung-basket, X.Mem.3.8.6.

Greek (Liddell-Scott)

κοπροφόρος: -ον, φέρων, μεταφέρων κόπρον, ὄνος Πολυδ. Ζ΄, 134· κόφινος κ., πλήρης κόπρου, Ξεν. Ἀπομν. 3. 8, 6.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui sert à porter du fumier.
Étymologie: κόπρος, φέρω.

Greek Monolingual

κοπροφόρος, -ον (Α)
αυτός που μεταφέρει κοπριά ή αυτός με τον οποίο μεταφέρεται η κοπριάκόφινος κοπροφόρος», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + -φόρος (< φέρω)].

Greek Monotonic

κοπροφόρος: -ον (φέρω), αυτός που κουβαλά κοπριά· κόφινος κ., κοφίνι με κοπριά, σε Ξεν.