κοφίνι

From LSJ

Greek Monolingual

το (AM κοφίνιον)
σκεύος από πλεκτά κλαδιά λυγαριάς ή καλαμιάς το οποίο χρησιμεύει για εναπόθεση και μεταφορά διαφόρων αντικειμένων, μεγάλο καλάθι, κόφινος
νεοελλ.
1. κυψέλη μελισσών
2. φρ. «στο καλάθι δεν χωράει και στο κοφίνι περισσεύει» — λέγεται γι' αυτόν που δεν ικανοποιείται εύκολα, που είναι δύστροπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόφιν-ος + υποκορ. κατάλ. -ιον.
ΠΑΡ. μσν. κοφινίδιν
μσν.- νεοελλ.
κοφίνα
νεοελλ.
κοφινάς, κοφινέλο, κοφινιά, κοφινιάζω.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. μελισσοκόφινο, μπουγαδοκόφινο, πετροκόφινο, τρυγοκόφινο, ψαροκόφινο].