κροκοδιλόβρωτος

Revision as of 20:20, 18 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

ον, = κροκοδιλόδηκτος (bitten by a crocodile), Aët. 13.6 tit.

Greek Monolingual

κροκοδιλόβρωτος, -ον (Α)
κροκοδιλόδηκτος·.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κροκόδιλος + βρωτός (< βιβρώσκω «τρώγω»), πρβλ. θηρό-βρωτος, κεφαλό-βρωτος].